27 Μαρτίου 2011

Η εθνική μυθολογία και η σημασία της


Το 1995 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η μελέτη του ιστορικού και κοινωνιολόγου James Loewen, «Lies my teacher told me. Everything your American history textbook got wrong». Το βιβλίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, υπήρξε όμως η αφετηρία για έναν γόνιμο διάλογο σχετικά με τη διδασκόμενη σχολική Ιστορία και το περιεχόμενό της.
Πολύ μεγάλο μέρος των σχετικών αναλύσεων επικεντρώθηκαν στους μύθους που τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας αναπαράγουν, καθώς και τη χρησιμότητά τους.
Είναι γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς πως η εθνική Ιστορία κάθε έθνους κράτους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εθνική μυθολογία του, στην προβολή δηλαδή του ιστορικού παρελθόντος του με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύονται οι αρετές του έθνους.
Οσο νεότερο μάλιστα είναι ένα έθνος τόσο μεγαλύτερη εμφανίζεται η ανάγκη του να στραφεί στην ανάπλαση της Ιστορίας προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής του. Η εθνική μυθολογία αναπαράγεται κυρίως μέσω της σχολικής εκπαίδευσης, αφού έχει κριθεί πως συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των νεαρών μαθητών.
Ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το κίνημα του Ρομαντισμού ευνόησε την καλλιέργεια μύθων και θρύλων που σχετίζονταν με τη δύναμη και τη λάμψη του έθνους. Ο ρομαντικός ιστορισμός ανήγαγε το έθνος σε υπέρτατη αξία, ταυτίζοντας ουσιαστικά την Ιστορία με την εθνική Ιστορία.
Ετσι οι Ελβετοί αναφέρονται με δικαιολογημένη υπερηφάνεια στον εθνικό τους ήρωα, τον Γουλιέλμο Τέλλο, ο οποίος το 14ο αιώνα με τη δράση του εναντίον των τυραννικών Αψβούργων συνέβαλε στη θεμελίωση της ελβετικής συνομοσπονδίας.

Σήμερα όμως γνωρίζουμε πως το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί τμήμα της εθνικής μυθολογίας, το οποίο διαδόθηκε κυρίως την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων μέσω του ομότιτλου θεατρικού δραματικού έργου του Φρίντριχ Σίλερ (1804) και της όπερας του Ροσίνι, το 1829.
Το ίδιο και η ιστορία του Robin Hood, εθνικού ήρωα των Βρετανών. Ο Ρομπέν των Δασών έδρασε το 13ο αιώνα και ο αγώνας του εναντίον του σερίφη του Νότιγχαμ προβλήθηκε ως μία διαρκής πάλη του καλού ενάντια στο κακό, υπέρ των φτωχών και των καταφρονημένων. Το ενδιαφέρον για τον Robin Hood αναζωπυρώθηκε το 1818, όταν κυκλοφόρησε το περίφημο βιβλίο του Walter Scott, «Ιβανόης».
Ωστόσο, οι πηγές που διαθέτουν οι μελετητές για το πρόσωπο και τη δράση του «προστάτη των φτωχών» είναι αντιφατικές. Εχουν υποκατασταθεί μάλιστα στη συλλογική συνείδηση από την τηλεοπτική βιομηχανία του Χόλιγουντ, όπου αστέρες όπως ο Ερολ Φλιν, ο Κέβιν Κόστνερ και ο Ράσελ Κρόου τον υποδύθηκαν με εξαιρετική επιτυχία.
Οπως όλα τα έθνη, έτσι και οι Αμερικανοί αλλά και οι Αγγλοι έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη διαδικασία κατασκευής μιας εθνικής μυθολογίας ωραιοποιώντας στιγμές, γεγονότα και πρόσωπα της πρόσφατης Ιστορίας τους. Ετσι ο στρατηγός και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Ουάσιγκτον εξυμνείται για τα εξαιρετικά στρατιωτικά κατορθώματά του εναντίον των Βρετανών, αν και η στρατιωτική του ευφυΐα έχει αμφισβητηθεί από τους ιστορικούς.
Επίσης η Magna Carta (Μάγκνα Κάρτα), ο αγγλικός καταστατικός χάρτης του 1215, φέρεται να έχει υπογραφεί από τον Αγγλο βασιλιά Ιωάννη, παρά το γεγονός ότι η υπογραφή του απουσιάζει από το εν λόγω κείμενο.
Στο ίδιο πλαίσιο με τα παραπάνω παραδείγματα, η ρομαντική ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα καλλιέργησε τους δικούς της μύθους και θρύλους, αρκετοί από τους οποίους σχετίζονταν με την Τουρκοκρατία και την εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821, όπως η περίπτωση του κρυφού σχολειού και η κήρυξη της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, ανήμερα του Ευαγγελισμού την 25η Μαρτίου του 1821.
Σήμερα η ιστορική επιστήμη έχει επισημάνει πως ο περίφημος πίνακας του Νικολάου Γύζη είχε κατά βάση συμβολικό περιεχόμενο, απεικονίζοντας τις δραματικές συνθήκες και την υποχώρηση της ελληνικής παιδείας την εποχή της προέλασης των Οθωμανών, ενώ η σκηνή με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ευλογεί τα όπλα των επαναστατών δεν συνέβη στα Καλάβρυτα αλλά στην πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας, λίγες ημέρες νωρίτερα και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Άπολις και αβασίλευτος. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ιστορικός οφείλει να έχει ως οδηγό του τη ρήση του Λουκιανού, να είναι σε τελική ανάλυση άπολις και αβασίλευτος. Ως εκ τούτου, οφείλει να στέκεται κριτικά απέναντι σε οτιδήποτε αντιστρατεύεται τις βασικές αρχές της επιστήμης του.
Ωστόσο, οφείλει να γνωρίζει πως οι μύθοι και οι θρύλοι έπαιξαν το δικό τους ρόλο στην εθνική Ιστορία κάθε έθνους. Καλλιέργησαν συλλογικές συγκινήσεις, σφυρηλάτησαν την κοινωνική συνοχή και εν πολλοίς επέτρεψαν την καλλιέργεια και την εμπέδωση μιας ενιαίας ταυτότητας στο σύνολο του πληθυσμού.
Σε τελική ανάλυση οι εθνικοί μύθοι αποτέλεσαν μία κοινωνική αναγκαιότητα, εκλαϊκεύοντας ένα συνήθως πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο παρελθόν.
Οταν μάλιστα οι μύθοι αυτοί δεν αναπαρήγαν στερεότυπα και προκαταλήψεις για γειτονικούς λαούς, δεν καλλιεργούσαν τον επιθετικό εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία, τότε η χρησιμότητά τους υπήρξε πολλαπλώς ωφέλιμη για το κοινωνικό σύνολο.
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές είναι, νομίζω, δυνατό να υποστηριχθεί πως η εθνική μυθολογία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής Ιστορίας κάθε έθνους και γι' αυτό η ανάλυση και η ερμηνεία της πρέπει να γίνεται με σεβασμό και πάντοτε σε στενή συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες που την εξέθρεψαν.

Του ΙΑΚΩΒΟΥ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ* (Επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ)

Στρατηγός Νικηταράς ο Τουρκοφάγος


Με αφορμή την επέτειο της 25η Μαρτίου μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενα που αφορούν στην προσωπικότητα του Νικήτα Σταματελόπουλου, γνωστού ως Νικηταρά, ο οποίος ξεχώρισε για το ήθος και την ανιδιοτέλεια του.
«Μετά την μάχη στα Δερβενάκια, συγκεντρώθηκαν τα λάφυρα σε τεράστιους σωρούς. Αξιωματικοί και στρατιώτες μαζεύτηκαν για την μοιρασιά. Κάποιοι πρόσεξαν πως ένας συναγωνιστής τους έλειπε από την συντροφιά. Ήταν ο Νικηταράς.Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα χάρισε αμέσως σε συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα « Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία».
«Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έμεινε παροιμιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν πήρε»
Κατηγορήθηκε για ανταρσία κατά του Όθωνα μαζί με τον θείο του Θ.Κολωκοτρώνη και οδηγήθηκε και αυτός στην φυλακή όπως και άλλοι αγωνιστές του 21, όπου η υγεία κλονίστηκε σοβαρά από τις συνθήκες κράτησης και την κακομεταχείριση (βγήκε με πολλαπλά κατάγματα! Όταν αποφυλακίστηκε και τον είδε η κόρη του λιποθύμησε από το θέαμα).
Εξορίστηκε στην Αίγινα όπου η υγεία του επιδεινώθηκε σοβαρά. Λόγω δε του σακχαρώδη διαβήτη προοδευτικά έχασε το φως του.
Επειδή δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει περιουσία λόγω της αδιάλειπτης συμμετοχής του στον αγώνα αλλά και λόγω του χαρακτήρα του, κατέληξε πάμφτωχος
«Ο Έλληνας πατριώτης, που μπορούσε να βγει από τον αγώνα πάμπλουτος, φτωχός και χρεωμένος εκλιπαρεί την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε. Το 1843 προάγεται σε υποστράτηγο ενώ μετά την εξέγερση της 3ης του Σεπτέμβρη του 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής, αξίωμα που του εξασφάλισε μια πενιχρή σύνταξη. Παρά τις προσπάθειες του όμως, του ίδιου και της οικογένειας του, αλλά και τις εντολές της Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών δεν κατάφερε να ορθοποδήσει»
«Η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή.»

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα όπου ο Άγγλος πρέσβης θέλοντας να τον ενισχύσει οικονομικά όταν τον προσέγγισε έξω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στο Πειραιά άφησε να του πέσει ένα πουγκί με γρόσια. Ο Νικηταράς το αντελήφθη, αν και τυφλός, από τον ήχο, και τον φώναξε για το σηκώσει.
«Στις 25 του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος»
«Ο Νικηταράς μπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμισε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να μη δικαιώθηκε – όπως άλλοι- στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως σημαδέψει ανεξίτηλα τις ψυχές του λαού. Έχει δικαιωθεί στην συνείδηση των νεοελλήνων που τον τιμούν και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους Έλληνες αγωνιστές».