Παρέα της πλατείας Εξαρχείων στήνεται έξω από καφέ που μόλις έχει ανοίξει, σχολιάζοντας: «Πολύ κυριλέ είναι... Να του χώσουμε κανένα γκαζάκι;». Αργότερα, συσπειρωμένοι, εκβάλλουν την επαναστατική φωνή: «Γιάπηδες έξω! Να πάτε στο Κολωνάκι!». Το σύνθημα μού θυμίζει, αναπόφευκτα, εκείνο του φιλήσυχου μικροαστού: «Πρεζάκια έξω! Να πάτε στην πλατεία Βάθη!». Στο μεταξύ, λαμβάνω ένα e-mail που γράφει: «Άλλαξε μυαλά, θα πάθεις ό,τι έπαθε η Κούνεβα! Ξέρουμε πού μένεις...».
Η προειδοποίηση δεν προέρχεται από τα εγκληματικά αφεντικά, προέρχεται από θερμοκέφαλους «εξεγερμένους»: από εκείνους που κατέστρεψαν τη βιβλιοθήκη της Νομικής, το βιβλιοπωλείο του «Παπασωτηρίου», το πολυκατάστημα «Πλαίσιο». Δεν είναι οι «περιουσίες» που με απασχολούν, είναι ο συμβολισμός τους: όταν καις βιβλία, καις το κεφάλι σου. Σκέφτομαι το πόσο απέχει η πράξη από τις ιδέες, από τον «εξεγερμένο άνθρωπο» του Αλμπέρ Καμύ, από τους ευγενείς, σοφούς επαναστάτες: τον Τσερνιτσέφκι, τον Μαγιακόβσκι· τον Γιουτζήν Ντεμπς· τον Γκράμσι· σε πόση αμηχανία βρίσκεται οποιοσδήποτε αριστερός και αναρχικός με ιδεολογικές αποσκευές, μπροστά σ’ αυτές τις τυραννικές μειοψηφίες. Περνάω από το απαλλοτριωμένο «πάρκο» στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Ναυαρίνου: μεγάλη νίκη του κινήματος· το βασίλειο της ασχήμιας. Αλλά μην κάνετε κύματα, μην ενοχλείτε: τα «παιδιά» επαναστατούν. Το γιατί το ξέρω, νομίζω μάλιστα ότι το ξέρω καλύτερα από τα μέλη του «κινήματος». Το πώς (οι μέθοδοι) και το προς τι (με ποιο αίτημα, με ποιο όραμα) με προβληματίζουν. Επιπλέον, με προβληματίζει η κοινή γνώμη: γιατί τόσοι άνθρωποι χαίρονται επειδή καταστράφηκαν μεγάλα, επιτυχημένα καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας; Γιατί, ακόμα περισσότερο, απειλούν ότι θα τα ξανακαταστρέψουν; Στην Ελλάδα, οτιδήποτε ωραίο, καλοκουρδισμένο, θριαμβικό, πρέπει να εξολοθρεύεται: κτίρια, άνθρωποι, αντικείμενα, ιδέες, όλα στα σκουπίδια, στα σκουπίδια που καίγονται. Τhe bonfire of the vanities.Αντιθέτως, το να βάφεις, λόγου χάρη, μια τράπεζα κόκκινη, συνιστά μια συμβολική πράξη· κάτι εκφράζεις με το κόκκινο χρώμα, κάτι διακινδυνεύεις τη στιγμή που ρίχνεις την μπογιά. Η καταστροφή, η πυρά, παραείναι εύκολη και γρήγορη· ανέξοδη: στο τέλος της μέρας, τις αποζημιώσεις επωμίζεται ο φορολογούμενος πολίτης. Εξάλλου, το τοπίο μετά τη μάχη είναι θλιβερό: πώς μπορεί να ζει κανείς μέσα σε ερείπια; Μένω σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Κάθε μέρα αναρωτιέμαι: πώς έχει επιτραπεί μια τέτοια καταπάτηση, ένας τέτοιος βιασμός του χώρου, του περιβάλλοντος; Έχω απαντήσεις που δεν αρέσουν σε κανέναν: οι άνθρωποι –νέοι και λιγότερο νέοι– χρειάζονται νομικό πλαίσιο για να κινηθούν (ή για να ακινητοποιηθούν)· χρειάζονται υποχρεώσεις και δικαιώματα. Ακόμη και η χρήση των δικαιωμάτων οφείλει να είναι υποχρεωτική (για παράδειγμα, η δωρεάν παιδεία πρέπει να είναι υποχρεωτική). Ο χώρος του Πολυτεχνείου αποτελεί ένα πεδίο όπου ξεδιπλώνεται η σημερινή Ελλάδα: εγκατάλειψη, ανημπόρια, «άσυλο» για ανθρώπους που δεν αξίζουν κανενός είδους ασυλία. Οι φοιτητές ζουν μέσα στην ελεεινότητα, σ’ έναν αργόστροφο κόσμο, δίπλα σε καθηγητές-δημοσίους υπαλλήλους, κόλακες της νεολαίας και απολογητές ενός βαθιά επαρχιακού «νεοτερισμού». Το πανεπιστήμιο υπονομεύεται από την παθητική στάση των καθηγητών για πάνω από τριάντα πέντε χρόνια: εξαιρέσεις υπάρχουν αλλά δεν επαρκούν. Ο χώρος –η πόλη– βρίσκεται στο έλεος των εμπρηστών: οι εμπρηστές μπαίνουν και στρογγυλοκάθονται στο σπίτι σου όπως στο θεατρικό έργο του Μαξ Φρις. Ψηφοθηρία, καλόπιασμα του όχλου, σύγχυση αξιών και ανατροπή αξιών, παραπομπή στις προτροπές του Μπακούνιν μαζί με άγνοια περί αναρχισμού και περί Μπακούνιν. Ο αναρχισμός είναι σκληρή δουλειά, δεν εξαντλείται σε τσιτάτα, σαν εκείνα που ξέρουν οι Κνίτες από τον Λένιν κι από τον Μαρξ διασκευασμένο και παραμορφωμένο από τους Σοβιετικούς. Ο αναρχισμός, η επανάσταση, είναι μεγάλες περιπέτειες του ανθρώπινου μυαλού, δεν είναι γιορτές μίσους.Ξανά και ξανά, στην επέτειο του Πολυτεχνείου, με αφορμές αστυνομικής βίας ή και χωρίς έκδηλες αφορμές, στην Ελλάδα μάς χαρακτηρίζει το πνεύμα του Μάη του ’68 βαλκανοποιημένο και καθυστερημένο σαράντα χρόνια. Εξηγήσεις υπάρχουν, δικαιολογίες μπορούμε να επινοήσουμε: εκτός από τον Διαφωτισμό και τη βιομηχανική επανάσταση, χάσαμε και τη δεκαετία του ’60, τα εναλλακτικά κινήματα, τα αιτήματα της ατομικής ελευθερίας, τη ριζοσπαστικοποίηση της πολυφυλετικής, πολυπολιτισμικής αριστεράς. Έτσι, το κοινωνικό μας κίνημα είναι φτωχό, δογματικό· πρωτόγονο· στερείται φαντασίας, εμφορείται από διεστραμμένη σκέψη· μεταφράζει το λεγόμενο «ταξικό μίσος» σε φθόνο, εκδηλώνει τον φθόνο με πράξεις ασχήμιας και αφανισμού. Τι συμβαίνει; Βρισκόμαστε ακόμα στη σκοτεινή εποχή πριν από τον Διαφωτισμό; Και γιατί δεν μιλάει κανείς για όλ’ αυτά από τον χώρο (the horror, the horror!) της αριστεράς; Γιατί αποδέχονται την ανοησία και την αυθαιρεσία ενός «κινήματος» που δεν ενδιαφέρεται για τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη εφόσον διακόπτει βιαίως θεατρικές παραστάσεις, απειλεί με τρομοκρατικές επεμβάσεις και καθυβρίζει οποιονδήποτε διαφωνεί; Η ποιότητα της ζωής εξαρτάται από την ποιότητα της αριστεράς: η συνάρτηση είναι απλή. Η δική μας αριστερά περιγράφεται ακόμα με όρους της δεκαετίας του ’30· λενινιστές, τροτσκιστές, σταλινικοί και αναρχοφασίστες, όλοι μαζί, ενωμένοι, χωρίς συγκεκριμένα ανθρωπιστικά αιτήματα, με τους μεν να επιμένουν στην κομματική συνείδηση, με τους δε να κραυγάζουν με την ορολογία που είχε νόημα (και αίμα) τον καιρό της βιομηχανικής επανάστασης. Ο χρόνος στην Ελλάδα μοιάζει παγωμένος· τα ρολόγια σταματημένα. Γι’ αυτό –και για πολλούς ακόμα λόγους– το αριστερό μας κίνημα, εκτός από την ενάρετη εποχή της ΕΔΑ (ένα κόμμα ξεχασμένο λόγω της γενικευμένης αμνησίας και αμορφωσιάς), παραπαίει ανάμεσα στον οπισθοδρομικό πατριωτισμό και το προλεταριακό όνειρο της ταξικής δικτατορίας. Η δικτατορία είναι μια πραγματικότητα: η «Νέα Αριστερά» δεν έχει φτάσει ακόμα στις ακτές μας για να αποκαταστήσει τις αληθινές αρχές του ανθρωπισμού. Ίσως να μη φτάσει ποτέ. Κοντολογίς, η αριστερά στην Ελλάδα είναι μια δεξιά που αφαιρεί από τον άνθρωπο την προσωπική του ευθύνη, που τον παρουσιάζει σαν κακορίζικο θύμα των περιστάσεων. Όσοι από τους ακτιβιστές δεν έχουν άδειο κεφάλι, έχουν γραφειοκρατικές ιδέες, υπεραπλουστευτικές (πλούσιοι-φτωχοί, καταπιεστές-καταπιεζόμενοι, καλοί-κακοί): όταν αγνοείς τη σύνθετη φύση της ζωής και της οργανωμένης κοινωνίας, την ανάγκη της πολιτικής πραότητας και της ομορφιάς, δεν είσαι παρά ένας ακόμα βάνδαλος.
Της Σ.Τριανταφύλλου