27 Μαρτίου 2011

Στρατηγός Νικηταράς ο Τουρκοφάγος


Με αφορμή την επέτειο της 25η Μαρτίου μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενα που αφορούν στην προσωπικότητα του Νικήτα Σταματελόπουλου, γνωστού ως Νικηταρά, ο οποίος ξεχώρισε για το ήθος και την ανιδιοτέλεια του.
«Μετά την μάχη στα Δερβενάκια, συγκεντρώθηκαν τα λάφυρα σε τεράστιους σωρούς. Αξιωματικοί και στρατιώτες μαζεύτηκαν για την μοιρασιά. Κάποιοι πρόσεξαν πως ένας συναγωνιστής τους έλειπε από την συντροφιά. Ήταν ο Νικηταράς.Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα χάρισε αμέσως σε συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα « Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία».
«Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έμεινε παροιμιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν πήρε»
Κατηγορήθηκε για ανταρσία κατά του Όθωνα μαζί με τον θείο του Θ.Κολωκοτρώνη και οδηγήθηκε και αυτός στην φυλακή όπως και άλλοι αγωνιστές του 21, όπου η υγεία κλονίστηκε σοβαρά από τις συνθήκες κράτησης και την κακομεταχείριση (βγήκε με πολλαπλά κατάγματα! Όταν αποφυλακίστηκε και τον είδε η κόρη του λιποθύμησε από το θέαμα).
Εξορίστηκε στην Αίγινα όπου η υγεία του επιδεινώθηκε σοβαρά. Λόγω δε του σακχαρώδη διαβήτη προοδευτικά έχασε το φως του.
Επειδή δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει περιουσία λόγω της αδιάλειπτης συμμετοχής του στον αγώνα αλλά και λόγω του χαρακτήρα του, κατέληξε πάμφτωχος
«Ο Έλληνας πατριώτης, που μπορούσε να βγει από τον αγώνα πάμπλουτος, φτωχός και χρεωμένος εκλιπαρεί την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε. Το 1843 προάγεται σε υποστράτηγο ενώ μετά την εξέγερση της 3ης του Σεπτέμβρη του 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής, αξίωμα που του εξασφάλισε μια πενιχρή σύνταξη. Παρά τις προσπάθειες του όμως, του ίδιου και της οικογένειας του, αλλά και τις εντολές της Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών δεν κατάφερε να ορθοποδήσει»
«Η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή.»

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα όπου ο Άγγλος πρέσβης θέλοντας να τον ενισχύσει οικονομικά όταν τον προσέγγισε έξω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στο Πειραιά άφησε να του πέσει ένα πουγκί με γρόσια. Ο Νικηταράς το αντελήφθη, αν και τυφλός, από τον ήχο, και τον φώναξε για το σηκώσει.
«Στις 25 του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος»
«Ο Νικηταράς μπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμισε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να μη δικαιώθηκε – όπως άλλοι- στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως σημαδέψει ανεξίτηλα τις ψυχές του λαού. Έχει δικαιωθεί στην συνείδηση των νεοελλήνων που τον τιμούν και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους Έλληνες αγωνιστές».